αοιδή — ἀοιδή, η (κ. αττ. ᾠδή, βλ. λ.) (Α) [αείδω] 1. τραγούδι 2. η τέχνη του τραγουδιού 3. κάτι που έγινε αντικείμενο τραγουδιού χαράς ή λύπης 4. θέμα τραγουδιού, μύθος, διήγηση, ιστορία 5. πρόσωπο τραγουδισμένο 6. μαγικά, ξόρκια … Dictionary of Greek
Ἀοιδῇ — Ἀοιδή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀοιδή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδή — song fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδῆι — ἀοιδῇ , ἀοιδάω pres subj mp 2nd sg (doric) ἀοιδῇ , ἀοιδάω pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀοιδῇ , ἀοιδάω pres subj act 3rd sg (doric) ἀοιδῇ , ἀοιδάω pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀοιδῇ , ἀοιδάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἀοιδῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀοιδῆι — Ἀοιδῇ , Ἀοιδή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀοιδαῖς — Ἀοιδή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδαῖς — ἀοιδή song fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀοιδαί — Ἀοιδή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδαί — ἀοιδή song fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)